Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπο - δαίομαι

См. также в других словарях:

  • δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] …   Dictionary of Greek

  • ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… …   Dictionary of Greek

  • δαιτρόν — δαιτρόν, το (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαιτρός* από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) τρον ή, κατ άλλους, απευθείας < δαιτρός] …   Dictionary of Greek

  • δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»